μυριόνταρχος

μυριόνταρχος
μῡρῐόντ-αρχος, ,
A = μυρίαρχος, A.Pers.314, f.l. ib.993 (lyr.); v. μυριοταγός.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μυριόνταρχος — μυριόνταρχος, ὁ (Α) μυριάρχης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύριος, πιθ. μέσω αμάρτυρου *μυριοντάς, κατά το ἑκατόνταρχος] …   Dictionary of Greek

  • μυριόνταρχος — μῡριόνταρχος , μυριόνταρχος masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυριόνταρχον — μῡριόνταρχον , μυριόνταρχος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”